Οι Αν Λακατόν και Ζαν-Φιλιπ Βασάλ, φετινοί νικητές του σημαντικότερου βραβείου αρχιτεκτονικής, έχουν γράψει ιστορία στην κοινωνική στέγαση με κτίσματα που αναπροσαρμόζονται χωρίς να διακυβεύεται η άνεση και η ευημερία των όχι πλουσίων κατοίκων τους.
Αργυρώ Μποζώνη
Οι Αν Λακατόν και Ζαν-Φιλιπ Βασάλ, δυο αρχιτέκτονες που με το έργο τους αποδεικνύουν τα πιστεύω τους για την αρχιτεκτονική, τη βιωσιμότητα, την ευημερία, την κοινωνική ευθύνη, την αναπροσαρμογή και τον σεβασμό του υπάρχοντος δομημένου περιβάλλοντος, είναι οι μεγάλοι νικητές του κορυφαίου διεθνούς αρχιτεκτονικού βραβείου Pritzker για το 2021, το οποίο απονέμεται ετησίως σε εν ζωή αρχιτέκτονες.
Το ζευγάρι των Γάλλων αρχιτεκτόνων διαδέχεται μια σειρά διάσημων συναδέλφων τους που έχουν στο παλμαρέ τους μερικά από τα πιο εμβληματικά κτίρια σε όλο τον κόσμο: τον Φίλιπ Τζόνσον, τον Φρανκ Γκέρι, τον Νόρμαν Φόστερ και τον Ρέντζο Πιάνο, που τα ονόματά τους φιγουράρουν στη μεγάλη λίστα των νικητών των βραβείων από το 1979.
Λακατόν και Βασάλ έχουν γράψει ιστορία στην κοινωνική στέγαση με κτίσματα που αναπροσαρμόζονται, ανασκευάζονται, χωρίς να διακυβεύεται η άνεση και η ευημερία των όχι πλουσίων κατοίκων τους. Η θεωρία τους συναντά τα προσιτά υλικά και την ενσωμάτωση βιώσιμων πρακτικών.
Μπορεί η νίκη τους να αποτελεί έκπληξη, αλλά τόσο ο κόσμος της αρχιτεκτονικής όσο και οι διοργανωτές του βραβείου το βλέπουν ως φυσική συνέχεια της συζήτησης που έχει αρχίσει για την κοινωνική αρχιτεκτονική, τον ρόλο και τις επιπτώσεις της στην πολιτισμική φυσιογνωμία κάθε τόπου, στον δημόσιο χώρο και στον αστικό σχεδιασμό του 21ου αιώνα.
Οι δυο αρχιτέκτονες ίδρυσαν το αρχιτεκτονικό τους στούντιο Lacaton & Vassal το 1987, χτίζουν μόνο όταν είναι απαραίτητο και υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να κατεδαφίζουμε τίποτα, να μην αφαιρούμε, παρά να μεταμορφώνουμε και να επαναχρησιμοποιούμε. Εδώ και χρόνια διδάσκουν σε πανεπιστήμια και σχολές αρχιτεκτονικής σε όλη την Ευρώπη και έχουν τιμηθεί με μεγάλα βραβεία για τη συμβολή τους στην ανάπτυξη της αρχιτεκτονικής, όπως το Lifetime Achievement Award, Trienal de Lisboa (2016), το Fundació Mies van der Rohe και το Βραβείο Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2019).
Σε αντίθεση με πολλούς συναδέλφους τους, οι δυο αρχιτέκτονες προτιμούν να παρουσιάζουν απλά σχέδια και οικονομικούς πίνακες προτρέποντας τους υποψήφιους πελάτες να μην ξοδέψουν αν δεν είναι απαραίτητο και να διαθέσουν αλλού τα χρήματά τους.
Η ιστορία της πλατείας στο Μπορντό, για την οποία είπαν ότι δεν χρειάζεται τίποτα παρά λίγο χαλίκι και αρνήθηκαν το έργο προτρέποντας τον πελάτη τους να αξιοποιήσει το δημόσιο χρήμα που θα έδινε αλλού, σε κάτι πιο χρήσιμο, κυκλοφορεί στον κόσμο της αρχιτεκτονικής σαν αστικός μύθος.
Οι ίδιοι εργάζονται σαν γιατροί, σαν χειρούργοι, εξετάζοντας σχολαστικά κάθε κτίριο, όντας αντίθετοι στην κατεδάφιση κατοικιών για να αντικατασταθούν από άλλες πιο πολυτελείς και με αμφισβητούμενης αντοχής υλικά.
Οι επεμβάσεις τους θέλουν να γίνονται με ελάχιστους πόρους, είναι η εξαίρεση σε έναν λαμπερό κόσμο που δεν θέλει να υιοθετήσει τη ρήση «κάνω περισσότερα και καλύτερα με λιγότερα» για να φτιάξει ένα πορτφόλιο που θα σαγηνεύσει ένα μεγάλο πελατολόγιο, κυρίως στην Ασία.
Η δουλειά τους ίσως έχει περάσει απαρατήρητη από όσους γοητεύονται από τα εντυπωσιακά οικοδομήματα, αλλά το βραβείο Πρίτσκερ ακολουθεί το ρεύμα της εποχής. Την ανάγκη για κατασκευές πιο ορθολογικές, λιγότερο εντυπωσιακές, φιλικές προς στο περιβάλλον, με απλά υλικά, και εναρμονίζεται με τη φιλοσοφία ενός κόσμου που μετά την πανδημία αλλάζει δραματικά.
Η αρχιτεκτονική των Λακατόν και Βασάλ είναι η νεωτερική απάντηση ενός νέου κόσμου με ανάγκες που αλλάζουν και αποτελούν ένα κέλευσμα που εναρμονίζεται στις επιτακτικές και επείγουσες ανάγκες των νέων και παλαιών κοινωνιών.
Για τους αρχιτέκτονες αυτούς, η μετατροπή των μπλοκ των εργατικών κατοικιών στο Παρίσι και το Μπορντό έγινε στοίχημα ζωής. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν το γαλλικό κράτος διέθεσε 167.000 ευρώ για την κατεδάφιση και την ανακατασκευή κάθε διαμερίσματος, σε κοινωνικές κατοικίες, υποστήριξαν ότι ήταν δυνατό να επανασχεδιαστούν, να επεκταθούν και να αναβαθμιστούν τρία διαμερίσματα του ίδιου μεγέθους για το ίδιο ποσό. Και το απέδειξαν. Κάθε σπίτι στοίχισε τελικά 65.000 ευρώ.
Σε συνεργασία με τον Frédéric Druot, μετέτρεψαν πλήρως το Tour Bois le Prêtre της δεκαετίας του 1960 στο Παρίσι, το 2011, «τυλίγοντας» το κτίριο με ένα περίβλημα από γυαλί, δημιουργώντας ένα κτίριο θερμοκήπιο, ανθεκτικό σε κάθε αλλαγή θερμοκρασίας. Η μεταμόρφωση του Palais de Tokyo στο Παρίσι είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τους έργα, όπως και η μετατροπή ενός μεταπολεμικού ναυπηγείου σε κέντρο τέχνης στη Δουνκέρκη.
«Ριζοσπαστικά και τολμηρά μέσα στην λεπτότητά τους» χαρακτηρίστηκαν τα έργα τους από τον πρόεδρο της επιτροπής των βραβείων Pritzker, Alejandro Aravena. «Η οικονομία δεν είναι έλλειψη φιλοδοξίας, αλλά εργαλείο ελευθερίας», λένε οι πιο προοδευτικοί αρχιτέκτονες της εποχής μας.
Πιθανώς, μετά το Πρίτσκερ, να τους δώσουν μεγαλύτερη σημασία.
Πηγή : lifo