Ένα ενδιαφέρον άρθρο σχετικά με την αρχιτεκτονική, διαβάσαμε σήμερα στο ηλεκτρονικό site της Καθημερινής, ένα άρθρο από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας με τίτλο «Οι μεγάλες πόλεις μετά την επιδημία» και θέλουμε να το μοιραστούμε μαζί σας πολύ απλά γιατί σίγουρα σας αφορά. 

Τι θα έλεγαν άραγε οι Ουσμάν, Χόμπρεχτ, Χάουαρντ και Λε Κορμπιζιέ αν ζούσαν στην εποχή του κορωνοϊού; Οι παραπάνω εκλεκτοί πολεοδόμοι, αρχιτέκτονες και χωροτάκτες έζησαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, αλλά όλοι σχεδίασαν πόλεις και οικισμούς για να αντιμετωπίσουν τις επιδημίες της εποχής τους.

Ο Ζορζ Ουσμάν δεν δίστασε να κατεδαφίσει περίπου 12.000 κτίρια στο Παρίσι του 1853 για να δημιουργήσει ζωτικά ανοίγματα στα στενά παριζιάνικα σοκάκια, ο Εμπενίζερ Χάουαρντ στη Βρετανία ήταν ο εμπνευστής του κινήματος της πράσινης πόλης, ενώ οι Βερολινέζοι θυμούνται τον Τζέιμς Χόμπρεχτ για τον εκσυγχρονισμό του αποχετευτικού συστήματος που αντιμετώπισε τις επιδημίες χολέρας και την επέκταση της γερμανικής πρωτεύουσας. Οι μεγάλες καινοτομίες στον σχεδιασμό των ευρωπαϊκών πόλεων έγιναν μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως μας εξηγεί ο πολεοδόμος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ Αρης Καλαντίδης από το σπίτι του στο Βερολίνο.

«Μετά τον πόλεμο οι αρχιτέκτονες έψαχναν να βρουν συσχέτιση ανάμεσα στις συνθήκες διαβίωσης και στην ψυχική υγεία και ευεξία», μας λέει. Το κίνημα του Μπάουχαουζ και ειδικότερα της σχολής του Ντεσάου με επικεφαλής τον Χανς Μέγερ διερεύνησε τον ρόλο του αστικού σχεδιασμού σε μια πόλη. Οι αρχιτέκτονες της εποχής απορρίπτουν τις παλιές ευρωπαϊκές πόλεις με μεσαιωνικά χαρακτηριστικά, όπως υψηλή πυκνότητα δόμησης και έντονη μείξη χρήσεων (εργασία, κατοικία) χωρίς πάρκα, δένδρα, ανοιχτούς χώρους και με κακές υποδομές (ύδρευση, αποχέτευση). Αντιθέτως, σχεδιάζουν οικισμούς χαμηλής πυκνότητας, με μεγάλους δρόμους και διαχωρισμό λειτουργιών. Παράλληλα, επισημαίνει ο κ. Καλαντίδης, η διαχείριση της πόλης γίνεται πολιτική υπόθεση και το κράτος δημιουργεί ρυθμιστικά σχέδια, ορίζει χρήσεις γης, δημιουργεί μεγάλα προγράμματα κοινωνικής κατοικίας.

Ο Λε Κορμπιζιέ με τη Χάρτα των Αθηνών (1933) αυξάνει τις κλίμακες και σκέφτεται πώς θα δημιουργηθούν πόλεις ευάερες και ευήλιες που θα σφύζουν από υγεία. «Μέχρι τα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχαμε επιδημίες. Οταν δημιουργούνται αυτές οι πόλεις εξαφανίζονται οι επιδημίες. Αργότερα όμως εμείς τις κατηγορούμε, λογικά από την πλευρά μας, γιατί έκαναν μεγάλη ζημιά στη μεσαιωνική, ζωντανή, πόλη, ξεχνώντας ότι προέκυψαν μέσα από μια ιστορική διαδικασία που ήταν η απάντηση στις επιδημίες του μεσαίωνα. Η επιδημία θα μας κάνει να ξανασκεφτούμε το κίνημα του μοντερνισμού», τονίζει ο κ. Καλαντίδης.

Ενα ελληνικό παράδειγμα εφαρμογής των αρχών του μοντερνισμού είναι –όσο κι αν φαίνεται περίεργο σήμερα– οι προσφυγικές κατοικίες της Λεωφόρου Αλεξάνδρας που ξεχωρίζουν από τον πυκνοδομημένο αθηναϊκό αστικό ιστό. «Δεν κρίνουμε με βάση τη σημερινή τους κατάσταση αλλά με τον αρχικό σχεδιασμό. Τα κτίρια έχουν απόσταση μεταξύ τους, έχει προβλεφθεί πράσινο ανάμεσά τους. Ηταν μια οικονομική λύση με σωστά πολεοδομικά χαρακτηριστικά, όπως στο Βερολίνο του ’20», σημειώνει. Η επιστροφή στην πύκνωση της πόλης ξεκίνησε τη δεκαετία του ’60 από την Αμερική και ολοκληρώθηκε τη δεκαετία του ’80 με τα κινήματα του new urbanism.

Η πολεοδομία, ωστόσο, δεν μπορεί να σταματήσει την εξάπλωση επιδημιών, όπως ο κορωνοϊός, διότι τα σημεία συνάντησης των ανθρώπων (καταστήματα, κλειστοί χώροι) θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Ο Αρης Καλαντίδης δεν πιστεύει στην πόλη των αποστάσεων, διότι αυτό δημιουργεί περισσότερες μετακινήσεις και περιβαλλοντικά προβλήματα, αλλά εκτιμά ότι με παρεμβάσεις μπορεί να βελτιωθεί η καθημερινή υγεία των πολιτών.

«Μια πόλη με λιγότερη ατμοσφαιρική ρύπανση θα βελτιώσει το αναπνευστικό των κατοίκων της. Στην Αθήνα θα μπορούσε να προχωρήσει η ιδέα των pocket parks σε άδεια οικόπεδα του δήμου, να ξαναγίνουν προγράμματα για πράσινο στις στέγες των σχολείων και στους ακάλυπτους των πολυκατοικιών και επιτέλους να σκεφτούμε και την κατάσταση των ήδη πράσινων χώρων μέσα στις πόλεις. Δουλεύουμε με αυτό που έχουμε».

Στις μέρες που τηρούνται ευλαβικά οι αποστάσεις, οι πυκνές εικόνες με τον κόσμο να περπατάει στη νέα παραλία της Θεσσαλονίκης ανέδειξαν το χρόνιο πρόβλημα της έλλειψης δημόσιων χώρων. «Η Νέα Παραλία δεν αρκεί και είναι γεγονός ότι υπάρχει περιθώριο να συνεχιστούν οι αναπλάσεις προς την Καλαμαριά και στη δυτική πλευρά του λιμανιού και να αποδοθούν στον κόσμο. Υπάρχει και το πάρκο στο πρώην στρατόπεδο Παύλου Μελά που είναι σε φάση δημοπράτησης. Αν όμως είχαν γίνει κι άλλοι χώροι πρασίνου, τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά και δεν θα χρειαζόταν να πηγαίνουν περιπολικά να διώχνουν τον κόσμο από την παραλία», μας λέει ο αρχιτέκτονας Πρόδρομος Νικηφορίδης, ο οποίος θυμίζει και τα υπόλοιπα αναξιοποίητα πρώην στρατόπεδα της Θεσσαλονίκης.

Ο περιορισμός στα διαμερίσματα ανέδειξε ακόμη μία παθογένεια των περισσότερων ελληνικών πολυκατοικιών: την απουσία κοινόχρηστων χώρων. «Αν υπήρχαν κοινόχρηστοι χώροι, το καταφύγιο θα ήταν η πολυκατοικία και όχι το διαμέρισμα. Στα κέντρα των πόλεων χτίστηκαν πολυκατοικίες με 100% κάλυψη οικοπέδου. Εξαφανίστηκαν οι ακάλυπτοι ή γέμισαν σκουπίδια και τα δώματα κεραίες. Ολα αυτά θα μπορούσαν να είχαν διαμορφωθεί διαφορετικά και να ήταν σε χρήση», σημειώνει ο ίδιος.

Μετά την επιδημία οι πόλεις θα πρέπει να ξαναδούν σοβαρά τη σχέση τους με το πράσινο και τον δημόσιο χώρο.

Από την Έντυπη έκδοση της Καθημερινής